Καραγάτσης - Νυχτερινή Ιστορία

Μ. Καραγάτσης - Νυχτερινή Ιστορία
Ως το μεσημέρι χιόνισε πυκνά. Κρύος καιρός, σταχτής, κλειστός από παντού. Κανείς δεν ξεμύτισε απ' το σπίτι του. Που να πας, και τι να κάνης; Όπου γυρνούσες το μάτι, έβλεπες μια λευκή κουρτίνα που έπεφτε, έπεφτε, χωρίς τελειωμό. Κατά τις τρεις, σταμάτησε το χιόνι. Φύσηξε αέρας θαλασσινός και συνεπήρε τα σύννεφα. Στην κορυφή του γαλάζιου ουρανού έλαμψε ο ήλιος.

Τότε φάνηκαν το πάντα: Όλυμπος, Κίσσαβος, βαρκά της Νυχτερέμ, κάμπος της Λάρισας - ήσαν κατάλευκα. τόσο λευκά, που ο Θερμαϊκός φάνταζε πιο βαθύχρωμος κι ο ουρανός πιο χρυσός στην αντίθεση των τόνων.
Οι πόρτες των σπιτιών άνοιξαν μία-μία και πρόβαλαν οι πρώτοι άνθρωποι στο δρόμο. Μα ήταν τόσο ψηλό το χιόνι, που μόνον άντρες τόλμησαν να περπατήσουν. Καλά τυλιγμένοι στα πανωφόρια τους, προχωρούσαν με προσοχή, ψάχνοντας πρώτα το λιθόστρωτο με το μπαστούνι. Πήγαιναν στο καφενείο του παζαριού να πιουν ένα φασκόμηλο να παίξουν πρεφίτσα, να ξεσκάσουν.

Πρώτος έφτασε ο κυρ Γιάννης Σαρακατσάνος, πρόεδρος της κοινότητας και δυνατός κομματάρχης. Εβδομηνταπέντε χρόνων, μα λεβεντιά! Κόκκινος, γερός, με όλα τα δόντια του, κατάφερνε μισό κατσίκι στην καθισιά του και την κυρά προεδρίνα άπαξ της εβδομάδος.

Δεύτερος μπήκε ο Κώστας Μπαμπαλής. Μεγάλος νοικοκύρης, πλούσιος άνθρωπος, καλός οικογενειάρχης, μα φανατικός θαυμαστής του ποδόγυρου, παρ' όλα τα εξηνταπέντε χρονάκια του. Οι δυο παλιοί κάθισαν μαζί να πιουν το τσίπουρο τους, να πουν τα δικά τους. Αρχαίες ιστορίες, νιτερέσα ξεχασμένα. Αναμνήσεις απ' τις εκλογές του 1899 - κι άλλοτε δεν χιόνιζε έτσι, και χάλασε ο κόσμος, και τώρα που 'γινε η θάλασσα γιαούρτι, αυτοί δεν είχαν πια κουτάλι. Και άλλα χίλια δυο πράματα, περασμένα και μη ξεχασμένα, έτσι, να θυμούνται πως κάποτε ήσαν κι αυτοί νέοι.

🌦 Πηγή

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Ντοστογιέφσκι στον κινηματογράφο - 8 ταινίες

Σαμπεθάι Καμπιλής

Ώσπου να μας χωρίσει ο θάνατος