Σεφέρης - Μέρες του '45-'51 - Κύριος Ρωθλάουφ


ΠΟΡΟΣ - 1946 - Βίλλα Γαλήνη - Οκτώβριος

Δευτέρα, 28 Οκτώβρη
Στον ορίζοντα στο πέλαγος ένα καράβι καπνίζει. Ο καπνός ανεβαίνει ίσια πάνω. Η μέρα κρατά την αναπνοή της. Τέτοια γαλήνη που κάθε κίνηση -ένα φύλλο, ένας ήχος, ένα πλεούμενο στο κανάλι- θαρρείς και δεν τελειώνει - μένει εκεί για πολλή ώρα εξαρτημένη απ' το φως. Το πρωί έκοψα ξύλα, έπειτα κολύμπησα - είναι τώρα 11.00. Γράφω στην κάμαρά μου, που τη γέμισα ίσκιους όταν χτυπούσα σα νυχτερίδα μπερδεμένος σ' επιθυμίες και σχέδια, τόσο δύσκολα σαν ένα πρόβλημα Ζέν.

Είναι παράξενο (για μένα) να αισθάνομαι αυτό το φλασκί το γεμάτο "ιδιωτικά συναισθήματα" που λύθηκε τώρα και με κάνει τρελό (κυριολεξία) με αυτούς τους ακατάστατους ανέμους. Όλα αυτά τα είχα καλά κλεισμένα τα χρόνια του Πολέμου, τουλάχιστο έξι χρόνια. Τώρα ξεσπάνε με την ορμή μιας βίαιης άνοιξης σε κλίματα βορινά. Που θα συναντηθούν άραγε με τον άλλον άνθρωπο; Ας πω, για ευκολία, εκείνον που εκφράζεται.

Χαρακτήρες των σπιτιών. Τα σπίτια έχουν κι αυτό το σόι τους. Σήμερα το πρωί συλλογίστηκα πως λείπει η Μαρούλη εδώ μέσα. Την επιβάλλει το σπίτι με τις μανίες της και τις ανοικονόμητες αντιδράσεις της: οι κάμαρες, οι διάδρομοι, η σκάλα, τα συρτάρια, κάτι ασήμαντα αντικείμενα, ζητούν την παρουσία της σαν ένα γατί που έχασε τ' αφεντικό του. Ίσως να είναι και ο Πόρος. Εδώ το κάθε τι μοιάζει να μην περνά, στοιχειώνει κάπως. Φαντάζομαι δεν μπορεί να κρατήσει κανείς για πολύ αυτή την κατάσταση. Είναι το νησί της Καλυψώς - πρέπει να πάρεις την απόφαση να το αφήσεις κάποτε για την Ιθάκη, την πέτρινη. Δεν πρόφταξα να γράψω αυτό το λόγο, κι ένας στρατός από επαναστατημένα συναισθήματα, άρχισε να βουίζει μέσα μου: ο Αννίβας στην Καπούη.

Πέμπτη, 31 Οκτώβρη Χτες στον "Ποσειδώνα" κι έπειτα στη Βαγιονιά. Η βορινή θάλασσα ακίνητη σαν καλοκαίρι. Κολύμπι. Το ακρογιάλι γεμάτο πελαγίσια ξαφρίσματα (ποτέ μου δεν είδα τόσα πολλά): ρίζες από καλάμια, παράξενα γλυμμένα ξύλα, φελλοί, ένας παράδεισος για μένα. Έβαλα στο δισάκι μου αρκετά από αυτά τα σιωπηλά αντικείμενα. Είχαμε φύγει στις 10.00, γυρίσαμε στις 16.00. Καλό περπάτημα. Το ποίημα που γράφω απ' την προπερασμένη Τρίτη, με απότομες αναλαμπές και πτώσεις, σαν το τζάκι μας που καίει χλωρά ξύλα, με κουράζει κάποτε. Σήμερα πρωί γυρίζω από τις 07.00 ακατάστατος, χωρίς να σταματήσω, πασπατεύοντας με τα χέρια μου, φτιάχνοντας αντικείμενα που προσπαθώ να τους δώσω μια μορφή οικειότητας, πελεκώντας μια βέργα κυπαρίσσι που έκοψα χτές. Η μυρωδιά αυτού του ξύλου, η αρχιτεκτονική του, το χρώμα του, με γεμίζουν αγαλλίαση. Αίσθημα σπατάλης, με τη ζωή που κάνω στην Αθήνα,πολύ έντονο από χτές. Ένα οποιοδήποτε χωράφι εδώ τριγύρω θα με εξανθρώπιζε χίλιες φορές περισσότερο από την Αθηναϊκη ζούγκλα. Έντονη ανάγκη (χτες και σήμερα) ν' αφήσω το Υπουργείο κι όλες αυτές τις φλυαρίες: όχι πια για να έχω τον καιρό να γράψω λογοτεχνία, αλλά για να ωριμάσω και να πεθάνω σαν άνθρωπος.

Βράδυ. Τ' απόγεμα έκοψα ξύλα ώσπου να σκοτεινιάσει. Γύρισα σπίτι ιδρωμένος, με τα χέρια γεμάτα ρετσίνι. Λουτρό, κι έπειτα κάθισα στο τραπέζι μου. Τέλειωσα το ποίημα. Τίτλος "Κίχλη¨. Δεν ξέρω αν είναι καλό. Ξέρω πως τέλειωσε. Τώρα πρέπει να στεγνώσει.

 Παρασκευή, 1 Νοέμβρη Αντιγραφή της "Κίχλης" και μικροδιορθώματα. Από τις δέκα και πέρα έκοψα ξύλα μισόγυμνος. Νοέμβρης, και βούτηξα τρεις φορές στη θάλασσα. Νομίζω πως το τέλος του ποιήματος δεν είναι κακό γιατί στηρίζεται καλά στα δυο πρώτα μέρη και γιατί κάποτε προσεγγίζει την ακρίβεια που θέλω. Σχετικά με τους τελευταίους στίχους αυτού μέρους το allegro όπως θα το 'λεγα, ή το λυρικό όπως θα το 'λεγαν (τόνος που έχω κάμποσα χρόνια να χρησιμοιήσω), τούτο, παράξενο:

 Προτού ξεκινήσω χτες τ' απόγευμα για το περιβόλι, άφησα στο τραπέζι μου στίχους, αρκετά σκοτεινούς (συναισθηματικά θέλω να πως) ο τόνος χαμήλωνε ολοένα. Κατεβαίνοντας από το βουνό, συλλογίστηκα τη διδασκαλία του Μπασό στον Κικακού: "Δεν πρέπει να ταπεινώνουμε τα πλάσματα του Θεού. Το χάι-κάι πρέπει να το αναστρέψεις, όχι: "Μια λιμπελούλα βγάλε της τα φτερά πιπεριά." αλλά "Μια πιπεριά βάλε της φτερά λιμπελούλα." Όταν ξανάπιασα την πένα, ανάστρεψα πραγματικά τους στίχους, που είχα γράψει. Αυτός ήταν ο σωστός τόνος.

Χτές: Ο Δρ Ρωθλάουφ και η Κα Ζεν Ο Δρ Ρωθλάουφ καπνίζει το τσιγάρο του κοιτάζοντας το κανάλι του Πόρου. Η Κα Ζεν είναι προκλητική, δημιούργημα της φαντασίας ενός απόρου. Ο Δρ Ρωθλάουφ έριξε το καπέλο του κι ακουμπά το μπαστούνι του σ' ένα στρείδι. Η Κα Ζεν γυρεύει να σπαράξει τον ντουνιά· το κεφάλι της είναι τρύπιο καρύδι. Ο Δρ Ρωθλάουφ, με μάτια μύωπα κοιτά τ' αποβράσματα της θάλασσας. πράγματα παράξενα και κάποτε σπουδαία Η Κα Ζεν κρατά σκουτάρι και σπαθί· φορεί θυσανωτή περικεφαλαία. Ο Δρ Ρωθλάουφ είναι άμεμπτος· το παλτό του το καμηλό, το τσιγάρο του Παπαστράτου 2. Η Κα Ζεν (είπε η χαρτού) θα βγάλει μάτι για τον ομορφονιό που θα τη ζεστάνει στο κρύο. Ο Δρ Ρωθλάουφ πηγαίνει ανύποπτος, χαζός, συνεπαρμένος από τα ψάρια που χοροπηδούνε- Μάδησε μια μαργαρίτα, Μαθιέ... Θα συναντηθούνε;... δε θα συναντηθούνε;... συνέχεια

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Ντοστογιέφσκι στον κινηματογράφο - 8 ταινίες

Σαμπεθάι Καμπιλής

Ώσπου να μας χωρίσει ο θάνατος