Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Μάρτιος, 2011

Θεόφιλος - Γ. Σεφέρης

Εικόνα
Ο ύπνος είναι βαρύς τα πρωινά του Δεκέμβρη μαύρος σαν τα νερά του Αχέροντα, χωρις όνειρα, χωρίς μνήμη, κι ούτε ένα φυλλαράκι δάφνη. Ο ξύπνιος χαρακώνει τη λησμονιά σαν το μαστιγωμένο δέρμα κι η παραστρατημένη ψυχή αναδύεται κρατώντας συντρίμμια από χθόνιες ζωγραφιές, ορχηστρίς μ' ανώφελες καστανιέτες, με πόδια που τρεκλίζουν μωλωπισμένες φτέρνες απ' τη βαριά ποδοβολή στην καταποντισμένη σύναξη εκεί πέρα. O ύπνος είναι βαρύς τα πρωινά του Δεκέμβρη. Κι ο ένας Δεκέμβρης χειρότερος απ' τον άλλο. Τον ένα χρόνο η Πάργα, τον άλλο οι Συρακούσες κόκαλα των προγόνων ξεχασμένα, λατομεία γεμάτα ανθρώπους σακατεμένους, χωρίς πνοή και το αίμα μοιρασμένο σαν τα παιδιά του Οιδίποδα και τα παιδιά του Οιδίποδα νεκρά. Aδειανοί δρόμοι, βλογιοκομμένα πρόσωπα σπιτιών εικονολάτρες και εικονομάχοι σφάζονταν όλη νύχτα. Παραθυρόφυλλα μανταλωμένα. Στην κάμαρα το λίγο φως χάνεται στις γωνιές σαν το τυφλό περιστέρι... Σημείωση: Ο E΄ τόμος των ημερολογίων του Γεωργ

Βασλάβ Νιζίνσκυ

Εικόνα
Νιζίνσκυ : Γεώργιος Σεφέρης, Τετράδιο Γυμνασμάτων Παρουσιάστηκε καθώς κοίταζα στο τζάκι μου τ' αναμμένα κάρβουνα. Κρατούσε στα χέρια ένα μεγάλο κουτί κόκκινα σπίρτα. Μου το 'δειξε σαν τους ταχυδακτυλουργούς που βγάζουν από τη μύτη του διπλανού μας ένα αβγό. Τράβηξε ένα σπίρτο, έβαλε φωτιά στο κουτί, χάθηκε πίσω από μια πελώρια φλόγα, κι ύστερα στάθηκε μπροστά μου. Θυμάμαι το βυσσνί του χαμόγελο και τα γυαλένια του μάτια. ΄Ενα οργανέτο στο δρόμα χτυπούσε ολοένα την ίδα νότα. Δεν ξέρω να πω τι φορούσε. Μ' έκανε να συλλογιέμαι επίμονα ένα πορφυρό κυπαρίσσι. Σιγά σιγά τα χέρια του άρχισαν να ξεχωρίζουν από το τεντωμένο του κορμί σε σταυρό. Από που μαζεύτηκαν τόσα πουλιά; Θά 'λεγες πως τα είχε κρυμμένα κάτω από τις φτερούγες του. Πετούσαν αδέξια, παλαβά, με ορμή -χτυπούσαν πάνω στους τοίχους της στενής κάμαρας, πάνω στα τζάμια, και στρώνανε το πάτωμα σα χτυπημένα. Ένιωθα στα πόδια ένα ζεστό στρώμα από πούπουλα και σφυγμούς να φουσκώνει. Τον κοίταζα με μια παράξ

Αγκυρανό Μνημείο

Εικόνα
" Αγκυρανό Μνημείο ": Γιώργος Σεφέρης Κάθε το μήνα μια φορά κάθε τρεις βδομάδες μαντατοφόροι (ν)έρχονται μαντατοφόροι φεύγουν. Ποιά προσταγή τους έστειλε κανένας δεν το ξέρει μήτε οι γερόντοι που έχουνε κόκαλο από λελέκι μήτε οι κοπέλες που έχουνε στα φρύδια χελιδόνα και μήτε τα στεγνά βουνά μες στη Γαλλογραικία. Έρχονται απ' την Ανατολή κι έρχονται από τη Δύση από Βοριά κι από Νοτιά, τριαντάφυλλο του αγέρα. Αφήνουν τ' άτια ρέμπελα και τρέχουν να μεθύσουν κι απ' τις ταβέρνες βγαίνουνε τρεκλίζοντας και πάνε παραμιλώντας άμοιαστα τρελοί κι ονειρεμένοι. Ένας λέει για τον Αύγουστο που 'χε για λέπια κάστρα, άλλος γυρεύει Παναγιές που ρέψανε στα σπήλαια κι ένας χαμηλοκούτελος το βασιλιά Ασιτάουντα που 'χε πατέρα δρόλαπα και μάνα τη φουρτούνα και τώρα απόμεινε άλαλος σαν το ξερό ποτάμι. Μα ο Στάθης ο καλόγερος πόσωσε περπατώντας κι ήταν σπαθάρης μια φορά, σπαθάρης και τζελάτης, στο συντριβάνι κάθεται, νερό το τυφλοφόρο, κοιτάζει το βα

Λόγος για λίγα τετραγωνικά

Εικόνα
" Λόγος για λίγα τετραγωνικά " - Αθηνά Παπαδάκη Tρομάζω εύκολα στο σύμπαν του οίκου· λες κι ό,τι πίστεψα αιώνιο επιστρέφει τώρα κήπος ασώματος και μοναχά το άρωμα. Απ' τα θεμέλια εγείρομαι κι ανοίγω την ντουλάπα αυτή την άλλη εντοιχισμένη Άρτεμη με τα θηράματα της ρούχα εποχής και ντύνομαι σαν κάποιος καλεσμένος να 'ρθει. Δεν έχω άλλη συντροφιά έξω από μένα. (Λες και μετακινούμαι εγώ) αλλάζω θέση στα έπιπλα, τυφλές θεότητες οδηγημένες από ιερούς ιστούς αράχνης, αποκόβω κόσμο της πίστης και της προσφοράς για να 'ναι όλα της φθοράς. Τίποτα δε θα μ' ακολουθήσει στο θάνατο. Ούτε καν ένα πανέρι λέξεις. Ούτε καν ο καθρέφτης ο ατομικός, κάποτε μου έσωσε το πρόσωπο από μνηστήρων πλήθος. Όλ' ανεξέλεγκτα ως και τα μικρά παίρνοντας θέση αργά μα σταθερά στο ευγενές απέραντο είμαι μια κατοικίδια ποιήτρια, δεν ξέρω τι είναι γνώση όμως ό,τι ονειρεύομαι είναι σοφό. Μέσα από κάμαρες πέρασα, κύμα και λιγοστό αλάτι άφησα στην τράπεζα