Γεράσιμος Μαρκοράς: Ένας μεγάλος εκπρόσωπος της Επτανησιακής Σχολής

«Όταν σας ειπώ ότι εγεννήθηκα το 1826 στην Κεφαλωνιά, όπου ο πατέρας μου έμενε σαν εισαγγελέας εφτάμιση χρόνια, ότι εμπήκα στο Κερκυραϊκό Γυμνάσιο σαν ήταν διευθυντής πρώτα ο Οριόλης και μετά ο Κάλβος, ότι τα 1849 επήγα με τον αδελφό μου Σπύρο στην Ιταλία για να σπουδάξω Νομικά, ότι κατόπι από δυο χρόνια ξαναγύρισα στην πατρίδα μας εξ αιτίας όπου απέθανε ο πρωτότοκος αδελφός μου Στυλιανός κι ο πατέρας μου απέμεινε μόνος του, ότι έλαβα εδώ το δίπλωμα, ότι δεν άνοιξα από τότε κανένα νομικό βιβλίο, ότι έγραψα κάπου-κάπου στίχο, είναι όσα ημπορώ να σας γράψω για το άτομό μου. Δεν επιθυμώ να δημοσιέψετε ότι ελάβατε από με τέτοιες ασήμαντες πληροφορίες».
Βιογραφικα στοιχεια Ο Γεράσιμος Μαρκοράς γεννήθηκε στην Κεφαλονιά το 1826. Η οικογένειά του ήταν μία από τις παλαιότερες αριστοκρατικές οικογένειες της Κέρκυρας, ιταλικής καταγωγής. Σύμφωνα με την παράδοση, η οικογένεια έφτασε στον ελλαδικό χώρο στα μέσα του 15ου αιώνα και αρχικά εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο. Σιγά-σιγά η οικογένεια εξελληνίστηκε πλήρως, αποκτώντας παράλληλα το ορθόδοξο δόγμα. Ο πρώτος Μαρκοράς ο οποίος αναφέρεται, κατείχε το αξίωμα του ιππότη. Αναφέρονται επίσης ο Ιωαννίκιος Μαρκοράς, ο οποίος ήταν μεταφραστής των έργων του Αριστοτέλη, και ασφαλώς, ο πατέρας του Γερασίμου Μαρκορά, Γεώργιος, ο οποίος υπηρετούσε το Ιόνιο Κράτος ως εισαγγελέας. Μητέρα του ήταν Μαρίνα Βλασσοπούλου, επίσης αρχοντικής γενιάς. Είχε επίσης δύο αδέλφια, το Σπύρο Μαρκορά ( οποίος ήταν ο πρωτότοκος και ζούσε ως πρόξενος στο Λονδίνο) και το Στέλιο, το μικρότερο παιδί της οικογένειας, ο οποίος υπηρετούσε από νεαρή ηλικία τις τέχνες και τα γράμματα. Η οικογένεια ήταν επίσης γραμμένη στο περίφημο Libro d’ Oro της Κέρκυρας, διαθέτοντας οικόσημο.

O Όρκος

Η υπόθεση του ποιήματος όμως, κάθε άλλο παρά συνηθισμένη είναι. Ο Μαρκοράς συγκινήθηκε αφάνταστα από την αυτοθυσία των Κρητών, βάζοντας τη φαντασία του να ταξιδέψει και να περιπλανηθεί λίγο παραπέρα. Διαλέγει για ήρωες του ποιήματός του δύο ερωτευμένους νέους. Τι πιο απλό και προσιτό από δύο νέα και ερωτευμένα παιδιά; Σε συνδυασμό με το δυναμικό ιστορικό υπόβαθρο της εποχής, το ποίημα μαγνητίζει τον αναγνώστη από την πρώτη κιόλας στιγμή.

Η Ευδοκία, κορίτσι ορφανό από μάνα και πατέρα, βρίσκεται σε ένα πλοίο μαζί με άλλους πρόσφυγες συμπατριώτες της και κατευθύνεται προς την Κρήτη, μετά από αναγκαστική απουσία τριών ετών. Στο μυαλό της βρίσκεται διαρκώς ο αγαπημένος της, ο Μάνθος, με τον οποίο είναι αρραβωνιασμένη.
Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού η κοπέλα αναλογίζεται τη μοίρα της και βρίσκει λίγη χαρά στη σκέψη ότι θα συναντήσει επιτέλους τον καλό της.

Μεσολαβεί ο χαιρετισμός των προσφύγων στον Ψηλορείτη, καθώς τον αντικρίζουν δακρυσμένοι ξανά μετά από τόσα χρόνια, και στη συνέχεια το θέμα του ποιήματος επιστρέφει στις σκέψεις της Ευδοκίας. Το καράβι φτάνει επιτέλους στα άγια και αγαπημένα χώματα των Κρητών. Η χαρά της κοπέλας όμως κρατά λίγο. Μόλις πατά το πόδι της στο νησί πληροφορείται το γεγονός του ολοκαυτώματος της Μονής του Αρκαδίου, ενώ παράλληλα μαθαίνει ότι ο αγαπημένος της (ο οποίος βρισκόταν στη μονή) τώρα είναι νεκρός...

Η Ευδοκία, μην αντέχοντας να παραμείνει στο πατρικό της (το οποίο είναι ερημωμένο και πλέον της προκαλεί μόνο θλίψη και απόγνωση) πηγαίνει στα ερείπια της Μονής. Εκεί την κυριεύει ο πόνος και η οδύνη, ενώ τα λόγια της μαρτυρούν ακόμα και τώρα όρκους αιώνιας αγάπης, αφοσίωσης και έρωτα προς το Μάνθο. Πώς είναι δυνατόν άλλωστε να ξεχάσει την αγάπη της για αυτόν; Πώς είναι δυνατόν να ξεχάσει τα όνειρα που έκαναν μαζί πριν ο πόλεμος δηλητηριάσει την αγάπη τους; Εκείνη τη στιγμή, ο Μάνθος εμφανίζεται μπροστά της ολοζώντανος σαν λέιψανο. Η μορφή του είναι σχεδόν τρομακτική και αποκρουστική, καθώς είναι νεκρός. Της μιλά όμως τρυφερά, της ορκίζεται πως θα την αγαπά αιώνια ακόμα και αν δε βρίσκεται πια μαζί της στη ζωή και πως θα την προστατεύει όπου κι αν βρίσκεται. Εκείνη, συγκινημένη, πεθαίνει στην αγκαλιά του...
Το τραγικό ζευγάρι δε μπόρεσε να χαρεί τον έρωτά του στην επίγεια ζωή. Βρέθηκαν όμως μαζί στον Παράδεισο… Το ποίημα αυτό είναι ίσως το πιο συγκλονιστικό έργο του Γεράσιμου Μαρκορά.

Ο ποιητής καταθέτει μέσα από το γράψιμό του τα αγνά πατριωτικά του αισθήματα, χωρίς να μολύνεται από ψήγματα σωβινισμού ή κραυγαλέων, ακραίων θέσεων, ενώ ο τρόπος που παρουσιάζει το δυνατό έρωτα των δύο νέων είναι πράγματι συγκλονιστικός.

Ο «Όρκος» τυπώθηκε το 1875 στο κερκυραϊκό τυπογραφείο «Κέρκυρα», για άγνωστους λόγους όμως το έργο δεν κυκλοφόρησε, παρά μόνο σε ελάχιστα αντίτυπα, τα οποία μοιράστηκαν σε λίγους στενούς φίλους του Μαρκορά. Το 1899 ο «Όρκος» μεταφράστηκε στα Ιταλικά από τον καθηγητή Πανεπιστημίου Giovanni Canna. O Canna ήταν καθηγητής αρχαίας ελληνικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Παβίας (το Πανεπιστήμιο στο οποίο σπούδασε ο Μαρκοράς), ενώ συγχρόνως συνέταξε έναν λόγο υπέρ των προσφύγων της Κρητικής Επανάστασης

Γεράσιμος Μαρκοράς: Ένας μεγάλος εκπρόσωπος της Επτανησιακής Σχολής. ΓΡΑΦΕΙ Η ΤΖΕΜΑ ΔΕΣΥΛΛΑ.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Ντοστογιέφσκι στον κινηματογράφο - 8 ταινίες

Σαμπεθάι Καμπιλής

Σεφέρης - ΓΥΜΝΟΠΑΙΔΙΑ - Το ύφος μιας μέρας